- λατερνατζής
- ο шарманщик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λατερνατζής — ο αυτός που φέρει στην πλάτη και παίζει λατέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατέρνα + κατάλ. ( α)τζής, δηλωτική επαγγέλματος (πρβλ. παλιατζής, ψιλικατζής)] … Dictionary of Greek
λατερνατζής — ο πληθ. ήδες, αυτός που παίζει τη λατέρνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)